-
1 соглашение
соглашение с 1) (согласие) η συμφωνία; приходить к \соглашениею καταλήγω σε συμφωνία 2) (договорённость) το συμβόλαιο, η σύμβαση· το σύμφωνο (договор)' торговое \соглашение η εμπορική σύμβαση; двустороннее \соглашение η διμερής συμφωνία· заключить \соглашение κλείνω (или συνάπτω) συμβόλαιο* * *с1) ( согласие) η συμφωνίαприходи́ть к соглаше́нию — καταλήγω σε συμφωνία
2) ( договорённость) το συμβόλαιο, η σύμβαση; το σύμφωνο ( договор)торго́вое соглаше́ние — η εμπορική σύμβαση
двусторо́ннее соглаше́ние — η διμερής συμφωνία
заключи́ть соглаше́ние — κλείνω ( или συνάπτω) συμβόλαιο
-
2 соглашение
соглашениес1. ἡ συμφωνία:предварительное \соглашение ἡ προκαταρκτική συμ-(ρωνία, ἡ προσυμφωνία· приходить к \соглашениею, достигать \соглашениея καταλήγω σέ συμφωνία, συμφωνώ·2. (договор) ἡ συμφωνία, τό σύμφωνο[ν], ἡ σύμβαση [-ις]:двустороннее \соглашение ἡ διμερής συμφωνία· торговое \соглашение ἡ ἐμπορική σύμβαση· заключать \соглашение κλείνω συμφωνία, κλείνω σύμβαση, συνάπτω σύμ-φωνο[ν]. -
3 торговый
επ., εμπορικός•торговый капитал εμπορικό κεφάλαιο•
-ая сделка εμπορική σύμβαση•
-дом εμπορικός οίκος•
-ая база εμπορική βάση•
торговый флот εμπορικός στόλος•
торговый агент εμπορικός αντιπρόσωπος•
торговый город εμπορική πόλη•
-ые книги εμπορικά βιβλία (κατάστιχα).
εκφρ.- ая баня – παλ. τα δημόσια λουτρά. -
4 сделка
-и θ.συμφωνία, σύμβαση•торговая εμπορική σύμβαση•
заключить -у κλείνω συμφωνία.
|| διαπραγμέτευση, παζάρεμα. || σύσταση• συνομωσία (μυστική συμφωνία σε βάρος τρίτου).εκφρ.сделка с совестью – πράξη κατά παράβαση της συνείδησης. -
5 негоция
-и θ. (;παλ.) εμπορική σύμβαση, ή διαπραγμάτευση. -
6 договор
η συμφωνί/α, το συμβόλαιο, το συμφωνητικό, (между государствами) η συνθήκη- на основе взаимности αμοι-βαία/αμφοτεροβαρής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > договор
-
7 договор
договорм τό σύμφωνο[ν], ἡ σύμβαση[-ις], ἡ συμφωνία / τό συμβόλαιο, τό συμφωνητικό, τό κοντράτο (деловой)! ἡ συνθήκη (пакт):\договор о социалистическом соревновании τό συμφωνητικό τής σοσιαλιστικής ἀμιλλας· коллективный \договор ἡ συλλογική σύμβαση· мирный \договор ἡ συνθήκη εἰρήνης· \договор о ненападении τό σύμφωνο μή ἐπιθέσεως· \договор о дружбе и взаимной помощи τό σύμφωνο φιλίας καί ἀμοιβαίας βοήθειας· торговый \договор ἡ ἐμπορική συμφωνία· заключать \договор συνάπτω συνθήκη, κλείνω συμφωνία· нарушать \договор παραβαίνω τήν συνθήκη, παραβιάζω τήν συμφωνία. -
8 договор
-а, πλθ. -воры κ. договор, -а, πλθ. договора α.συμφωνία, σύμφωνο, σύμβαση• συμφωνητικό• συνθήκη•договор о дружбе и взаимной помощи σύμφωνο φιλίας καί αλληλοβοήθειας•
мирный договор συνθήκη ειρήνης•
заключить договор κλείνω συμφωνία•
расторгнуть договор ξεσχίζω τή συνθήκη•
договор о ненападении σύμφωνο μη επίθεσης•
договор о мореплавании συνθήκη θαλασσοπλοΐας•
торговый договор εμπορική συμφωνία•
договор о социалистическом соревновании συμφωνητικό σοσιαλιστικής άμιλλας•
словесный, письменный- προφορική, γραπτή συμφωνία•
договор о сдаче крепости συμφωνία παράδοσης οχυρού (φρουρίου).
-
9 соглашение
-я ουδ.συμφωνία•привести стороны к -ю φέρω τις δυο πλευρές σε συμφωνία•
соглашение мнений συμφωνία γνωμών•
достигать -я, прийти к -ю καταλήγω σε συμφωνία.
|| το σύμφωνο•международные -я διεθνείς συμφωνίες•
заключить соглашение κλείνω σύμφωνο.
|| σύμβαση•торговое соглашение εμπορική συμφωνία.
См. также в других словарях:
σύμβολο — το / σύμβολον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμβολον και σύββολον Α 1. παραστατικό σημείο, έμψυχο ον ή πράγμα που αντιπροσωπεύει κατά σύμβαση ορισμένη έννοια, τής οποίας αποτελεί την εικόνα, το χαρακτηριστικό γνώρισμα, το έμβλημα (α. «ο σταυρός είναι το… … Dictionary of Greek
ακατάγγελτος — η, ο εκείνος που δεν καταγγέλθηκε: Η κλοπή έμεινε ακατάγγελτη στις αρχές. – Η εμπορική σύμβαση ανάμεσα στις δυο χώρες είναι ακόμη ακατάγγελτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek